- πολυωρώ
- -έω, ΜΑ1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με πολλή φροντίδα, φροντίζω πολύ, δίνω μεγάλη προσοχή2. εκτιμώ πολύ3. παθ. πολυωροῡμαι, -έομαιεκτιμώμαι πολύ από κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ωρῶ (< -ωρος < ὥρα «φροντίδα»), πρβλ. ολιγ-ωρώ].
Dictionary of Greek. 2013.